- παλαιοβοτανική
- Επιστήμη που ασχολείται με τον προϊστορικό φυτικό κόσμο των αρχαίων γεωλογικών περιόδων και εποχών. Η π. μελετά τη μορφολογία των απολιθωμένων φυτών, τον προσδιορισμό της γεωλογικής τους ηλικίας και τη σύσταση της χλωρίδας των διαφόρων γεωλογικών περιόδων και εποχών. Πατέρας της επιστημονικής π. θεωρείται ο Α. Μπρονιάρ (Brogniart), του οποίου τα έργα δημοσιεύτηκαν στα έτη 1822-38.
Αποτύπωμα απολιθωμένου φυτού της μέσης Ηώκαινης, που προέρχεται από απολιθώματοφώρα ιζήματα της Ιταλικής πόλης Βιτσέντσα. Τέτοια απολιθώματα εξετάζει η επιστήμη της παλαιοβοτανικής.
* * *ηκλάδος τής παλαιοντολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τών απολιθωμένων φυτών και τών λειψάνων τους, καθώς και με την περιγραφή, ταξινόμηση, εμφάνιση και κατανομή, προέλευση και εξέλιξή τους διά μέσου τού γεωλογικού χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleobotanique (< παλαιο-* + βοτανική)].
Dictionary of Greek. 2013.